Αναδημοσιεύουμε ένα κείμενο για την "Ανάσταση του Παπαδιαμάντη", από έναν άλλον μεγάλο τεχνίτη των γραμμάτων μας, τον Κώστα Βάρναλη.
Καλή Ανάσταση!
Τις μεγάλες τις γιορτές, πιο πολύ τα Χριστούγεννα αλλά και το Πάσχα, τις έχουμε συνδέσει με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Ο Βάρναλης, νέος στη Δεξαμενή, είχε γνωρίσει τον Παπαδιαμάντη και αργότερα έγραψε και ένα διήγημα «εις παπαδιαμάντειον ύφος», ίσως το ωραιότερο απ’ όσα παρόμοια έχουν γραφτεί, «Τα Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη», που το είχα παρουσιάσει εδώ παλιότερα. Ελάχιστα γνωστό είναι αντίθετα το σημερινό μας κομμάτι, που είναι «Το Πάσχα του Παπαδιαμάντη», όχι διήγημα αλλά χρονογράφημα, δημοσιευμένο κάποιο κατοχικό Πάσχα στην εφημερίδα «Πρωία».
Απ’ όσο ξέρω, το κείμενο που θα διαβάσετε είναι αθησαύριστο -αν και μπορεί να πέφτω έξω και να έχει αναδημοσιευτεί κάπου. Πάντως στο Διαδίκτυο δεν υπάρχει. Έχω μονοτονίσει και έχω εκσυγχρονίσει την ορθογραφία.
Κι επειδή το χρονογράφημα του Βάρναλη μιλάει για τη θρησκευτικότητα του Παπαδιαμάντη, θεώρησα σκόπιμο να αναδημοσιεύσω στο τέλος ένα πρόσφατο δοκίμιο του Σταύρου Ζουμπουλάκη για το ίδιο θέμα, που αναφέρεται στο πασχαλινό παπαδιαμαντικό διήγημα «Η νοσταλγία του Γιάννη», που το ανακάλυψα πριν από τρία χρόνια, και το οποίο κυκλοφορεί πια σε τομίδιο αλλά, να θυμίσω, πρώτοι το διαβάσατε εδώ.
Το Πάσχα του Παπαδιαμάντη
Πώς να μη θυμάται κανείς κάθε χρονιάρα μέρα, και μάλιστα το Πάσχα, εκείνον, που αν δεν ήτανε ο μόνος πιστός άνθρωπος, ήτανε ωστόσο ο μόνος θρησκευτικός «ποιητής» του καιρού μας, —τον Παπαδιαμάντη; Ούτε μυστικιστής και πανθεϊκός («διαστολή» του εγώ προς το Σύμπαν!) ούτε ωραιολάτρης του θρησκευτικού βίου. Χριστιανός τής ουσίας και των τύπων, της πίστης και τού δόγματος, της ψυχής και του κανόνα, της θεωρίας και της πράξης. Αυτού του είδους η θρησκευτικότητα «ζει» στο έργο του, ενώ των άλλων (μανιέρα και… κυμβαλαλισμός!) απουσιάζει ολότελα. Επειδή έτυχε να θυμηθούμε τον Παπαδιαμάντη κάνουμε αυτήν την παρατήρηση και μαζί μ’ αυτήν και μιαν άλλη: πως δεν είναι το θέμα, που δίνει αξία στο έργο παρά η ειλικρίνεια.
Και τώρα: ο κυρ Αλέξανδρος, ο ψάλτης και τυπικάρης, τη Μεγάλη Βδομάδα βρισκότανε σε ακατάπαυτη κίνηση κι αγρυπνία. Με το λαμπαδάριο Χριστοφίλη, με τον εξάδερφό του το Μωραϊτίδη, τη «σεβάσμια μητέρα» Ολυμπιάδα και με λιγοστούς φιλακολούθους στο ιδιωτικό παρεκκλήσι του Αγ. Ελισσαίου εκτελούσε τα χρέη του με πάθος. Έψελνε με σπανία γνώση τής βυζαντινής μουσικής, με «πενιχράν φωνήν», αλλά πολύ χρωματισμένη και κραδαινότανε ολάκερος έως οχτώ ώρες. «Ψάλλων ο Παπαδιαμάντης εσκίρτα αληθώς, ηγάλλετο, εθλίβετο, και οιονεί συνέπασχε μετά του υμνωδού… Εάν φράσις τις περιείχε επιτακτικήν τινα έννοιαν ως λ.χ. «αυτόν προσκυνήσωμεν» ήτο αδύνατον να μη συνοδεύσει το μέλος τούτης και με μίαν ζωηράν πλήξιν του ποδός επί του εδάφους…» Ύστερα από ένα τέτοιον αγώνα σωματικό και ψυχικό, μιας ολάκερης βδομάδας, μέρα και νύχτα, ύστερα από νηστεία σαράντα ημερών, κυρ Αλέξανδρος θα πήγαινε σε καμιά ταβέρνα του Ψυρρή με τούς «συμποτικούς φίλους» (το Χριστοφίλη τον καντηλανάφτη, τον κυρ Στρατή τον ψάλτη του Νεκροταφείου, τον κυρ Νικολάκη το Θεοφιλάτο,τoν κυρ Γρηγοράκη το Γιακουμή, το Γιάννη το Μανάφτη, το Νήφωνα Διανέλλο τον καλόγερο κτλ.) για να γιορτάσουνε με τη γκιουβετσάδα και με το κρασί τη μεγάλη μέρα.