Συνήθειο το είχαν στην Κάλυμνο, κάθε χρόνο 8 μέρες πριν το Πάσχα, να τραγουδάνε τα παιδιά «τον Λάζαρο», δηλαδή κάλαντα για το Σάββατο του Λαζάρου. Μετά το τραγούδι οι γείτονες θα τους έδιναν καλάθια στολισμένα με λουλούδια. Ο Γιώργος, που είχε μετακομίσει στο νησί, ένα χρόνο τώρα κοντά, είχε μάθει τα κάλαντα αυτά και ετοιμαζόταν να βγει να τα πει με τους καινούριους του φίλους στην πλατεία.
Ο παππούς του τον είδε που έβαζε τα καλά του και τον καμάρωσε. Άρχισε να σιγοτραγουδάει κι αυτός τα κάλαντα. Ο Γιώργος δεν τον είχε πάρει είδηση μέχρι που άκουσε τη φωνή του. «Παππού», τον ρώτησε, «γιατί τα κάλαντα λένε «τρεις ημέρες τον θρηνούσαν»; Γιατί ο Χριστός περίμενε τρεις ημέρες για να αναστήσει το φίλο του, τον Λάζαρο;»
Ο παππούς το σκέφτηκε λίγο και του απάντησε με χαμόγελο: «Όταν αρρώστησε ο Λάζαρος, οι αδερφές του Μάρθα και Μαρία μήνυσαν στον Χριστό να έρθει γρήγορα να τον βοηθήσει. Όμως εκείνη την περίοδο ο Χριστός βρισκόταν μακριά, στη Γαλιλαία. Φυσικά, ο Υιός του Θεού ήξερε ότι θα πεθάνει ο Λάζαρος και ότι θα τον αναστήσει. Φτάνοντας στη Βηθανία, την πατρίδα του Λάζαρου, βρήκε τις αδερφές του να τον θρηνούνε πάνω από το μνήμα του. Και όπως λένε και τα κάλαντα της Καλύμνου «τον θρηνούν και τον εκλαίνε, τον θρηνούν και τον εκλαίνε, τρεις ημέρες τον θρηνούσαν και τον εμοιρολογούσαν»».