Παραμύθι για την ανακύκλωση
Ο Φώτης έγραψε σχολαστικά μερικά λόγια πάνω στο χαρτί. Όταν τελείωσε, το δίπλωσε και στη συνέχεια το έβαλε μέσα στο πλαστικό μπουκάλι που βρισκόταν στο μικρό γραφείο. Έπειτα πήρε το πλαστικό μπουκάλι και το έβαλε στο πράσινο σακίδιο του. Σηκώθηκε, κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα, βγήκε έξω κι ύστερα κλείδωσε. Κατέβηκε τους τρεις ορόφους, από την σκάλα. Ήταν ένας ιδιαίτερα αθλητικός τύπος ο Φώτης και του άρεσε να περπατάει, να κάνει κολύμβηση και ποδηλασία.
Έτσι λοιπόν φτάνοντας στην είσοδο της πολυκατοικίας, πήρε το ποδήλατο του και βουρ, βουρ, πετάλι το πετάλι, πήρε το δρόμο για την παραλία του Φλοίσβου.
Πέρασε μπροστά από το Καλλιμάρμαρο στάδιο, φρέναρε λίγο και θαύμασε αυτό το ιερό μνημείο που φιλοξένησε τη φλόγα των Ολυμπιακών Αγώνων, το 2004. Για μερικά λεπτά ο Φώτης πέρασε από τη μοντέρνα πόλη στην αρχαία Αθήνα και προσπερνώντας το στάδιο άρχισε να κάνει πιο γρήγορο πετάλι, κατεβαίνοντας τώρα την λεωφόρο Συγγρού. Ήταν από τις πιο όμορφες Κυριακές, ένα πρωινο από τα λίγα που αυτή η λεωφόρος ήταν άδεια από αυτοκίνητα. Η πόλη κοιμόταν ακόμη. Ο Φώτης ένιωθε να του ανήκει εκείνη η στιγμή. Η ώρα έξι το πρωί. Πρωινό του Ιούνη. Βουρ, βουρ, το πετάλι πιο γρήγορα και στο σακίδιο το πλαστικό μπουκάλι .
Σε λίγο έφτασε στην παραλία, πήγε προς την αμμουδιά, άνοιξε το πράσινο σακίδιο του κι έβγαλε από αυτό το πλαστικό μπουκάλι. Το έφερε κοντά στα χείλη του, ψιθύρισε κάποια λόγια στο πώμα του πλαστικού μπουκαλιού και το πέταξε με δύναμη, μακριά στο πέλαγος.
Έτσι λοιπόν φτάνοντας στην είσοδο της πολυκατοικίας, πήρε το ποδήλατο του και βουρ, βουρ, πετάλι το πετάλι, πήρε το δρόμο για την παραλία του Φλοίσβου.
Πέρασε μπροστά από το Καλλιμάρμαρο στάδιο, φρέναρε λίγο και θαύμασε αυτό το ιερό μνημείο που φιλοξένησε τη φλόγα των Ολυμπιακών Αγώνων, το 2004. Για μερικά λεπτά ο Φώτης πέρασε από τη μοντέρνα πόλη στην αρχαία Αθήνα και προσπερνώντας το στάδιο άρχισε να κάνει πιο γρήγορο πετάλι, κατεβαίνοντας τώρα την λεωφόρο Συγγρού. Ήταν από τις πιο όμορφες Κυριακές, ένα πρωινο από τα λίγα που αυτή η λεωφόρος ήταν άδεια από αυτοκίνητα. Η πόλη κοιμόταν ακόμη. Ο Φώτης ένιωθε να του ανήκει εκείνη η στιγμή. Η ώρα έξι το πρωί. Πρωινό του Ιούνη. Βουρ, βουρ, το πετάλι πιο γρήγορα και στο σακίδιο το πλαστικό μπουκάλι .
Σε λίγο έφτασε στην παραλία, πήγε προς την αμμουδιά, άνοιξε το πράσινο σακίδιο του κι έβγαλε από αυτό το πλαστικό μπουκάλι. Το έφερε κοντά στα χείλη του, ψιθύρισε κάποια λόγια στο πώμα του πλαστικού μπουκαλιού και το πέταξε με δύναμη, μακριά στο πέλαγος.